Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανάμειξη
- απόδοση: η ενέργεια του αναμειγνύω / ανακάτεμα ατόμων ή πραγμάτων / συμμετοχή σε δραστηριότητα, επέμβαση υπέρ άλλου προσώπου ή κρατικής οντότητος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’