Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επέμβαση
- απόδοση: σκόπιμη ενέργεια που αποσκοπεί στην διαμόρφωση καταστάσεως / ενσωμάτωση προσθήκης με διορθωτικό σκοπό / ανάμειξη σε υπόθεση τρίτων / μεσολάβηση καταλυτικού χαρακτήρα / εγχείρηση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’