Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυνάμενος
- απόδοση: που μπορεί να ενεργήσει καταλλήλως σε κάτι που απαιτούν οι καταστάσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιλαμβάνεται την προτεινόμενη επένδυση ως δυνάμενη να αποφέρει κέρδος
το παρουσιαζόμενο σχέδιο θεωρείται δυνάμενο να υλοποιηθεί