Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παράλλαξη
- απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο απτέλεσμα του παραλλάσσω / η μετατόπιση θέσεως αντικειμένου λόγω αλλαγής θέσεως του παρατηρητή / η διαφορά στην διεύθυνση ουρανίου σώματος όταν αυτό παρατηρείται από απέχοντα μεταξύ τους σημεία / το πέρασμα πλοίου από ακτή υπό ειδικές συνθήκες πλεύσης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την κάλεσε στο τηλέφωνο με παραλλαγμένη φωνή υποδυόμενος άλλο πρόσωπο χάριν αστεϊσμού