Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μετουσίωση - 1
- απόδοση: η ενέργεια του μετουσιώνω / αλλαγή της φυσικής υπόστασης ενός πράγματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μετουσίωσε την ιδέα σε πράξη