Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οπερετικός
- απόδοση: ο αναφερόμενος σε οπερέτα / που εκδηλώνει έλλειψη σοβαρότητος ή διάθεση επιδείξεως
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’