Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταιγισμός
- απόδοση: ενέργεια χαρακτηριζόμενη από σφοδρότητα καταιγίδας / ο παρουσιαζόμενος με ένταση & συχνότητα / που απευθύνεται κάποιος δια του προφορικού ή γραπτού λόγου με ένταση εν είδει βομβαρδισμού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’