Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πιστευτός
- απόδοση: που μπορεί να τον πιστέψει κάποιος διότι το αποδεικνύει με τις ενέργειες του
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’