Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνένοχος
- απόδοση: που έχει συμμετοχή σε αξιόποινη πράξη & κατ΄ επέκτασιν συνυπεύθυνος για κάτι
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’