Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ύπαρξη
- απόδοση: το δεδομένο του υπάρχω / ο ζων οργανισμός όπως ο άνθρωπος & κάθε τι που έχει ζώσα υπόσταση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται με την ύπαρξη ζωής στον πέραν της Γης χώρο
η Κυβέρνηση διέψευσε την ύπαρξη μυστικής συμφωνίας με την γείτονα χώρα
θαυμάζω αυτό το κοριτσάκι είναι μία πολύ τρυφερή ύπαρξη