Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταγραφέας
- απόδοση: όργανο αυτόματης καταγραφής ενδείξεων ή μεγεθών / αυτός που ενεργεί δια καταγραφής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’