Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προαγωγή
- απόδοση: η ενέργεια του προάγω / η πρόοδος ατόμου ή καταστάσεως / η βελτίωση πράγματος ή συνθηκών / ο προβιβασμός υπαλλήλου σε ανώτερη ιεραρχικά θέση ή ενός μαθητή στην επόμενη τάξη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’