Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιωρούμενος
- απόδοση: ο κινούμενος ενώ βρίσκεται στερεωμένος σε σταθερό σημείο / που μένει ακίνητος στο κενό / που φαίνεται να αιωρείται / που δυσκολεύεται να λάβει κάποια απόφαση / που επικρέμαται
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’