Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυθαίρετος
- απόδοση: που δεν λαμβάνει υπ΄ όψιν την άποψη την γνώμη την θέληση τα δικαιώματα των άλλων / που δεν υπόκειται σε κανόνες ή δεν καθορίζεται από τους προβλεπόμενους κανόνες
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’