Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπόσταση
- απόδοση: το να υφίσταται άτομο ή πράγμα / το να υπάρχει / το δεδομένο επί του οποίου στηρίζεται κάτι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’