Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λογοκρισία
- απόδοση: προληπτικός έλεγχος ασκούμενος από δημόσια αρχή σε θέματα κυρίως γραπτού λόγου αλλά & σε θεάματα ή ακροάματα / η υπηρεσία που ασκεί τον σχετικό έλεγχο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’