Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκπληκτικός
- απόδοση: ο δυνάμενος να προκαλέσει έκπληξη θαυμασμό ή απορία επειδή υπερβαίνει κατά πολύ τα συνήθη ή τα προβλεπόμενα / αναφερόμενοι σε πρόσωπο του οποίου θέλουμε να τονίσουμε τις ικανότητες ή την δεξιότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’