Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βιβλιοθήκη
- απόδοση: κατάλληλα διαμορφωμένο έπιπλο ή γενικότερα χώρος προσφερόμενα για την εναπόθεση ή φύλαξη βιβλίων
- συγγενές: βιβλιοστάσιο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαθέτει πλουσιότατη λ επί μαθηματικών θεμάτων
το βιβλίο φυλάσσεται στη λ του Βατικανού
υπήρξε μοναδική & σπουδαιότατη η λ της Αλεξανδρείας