Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βραδυκίνητος
- απόδοση: που κινείται αργά / αργός / νωθρός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν νωχελικό & βραδυκίνητο άτομο
προπορεύεται βραδυκίνητο όχημα