Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιρρέων
- απόδοση: που ρέει γύρω / που περιβάλλει
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυνατεί να ανεχθεί την περιρρέουσα ατμόσφαιρα