Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πτωχοκομείο
- απόδοση: ίδρυμα κοινωφελές που προσφέρει προστασία σε πτωχούς που αδυνατούν να εργασθούν
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’