Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διαφοροποίηση
- απόδοση: η ενέργεια του διαφοροποιώ / επισήμανση διαφορών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων πραγμάτων καταστάσεων / εμφάνιση διαφορών μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκδήλωσε διαφοροποίηση από τις θέσεις των συνεργατών