Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σχετικός
- απόδοση: που συγκρινόμενα δύο ή περισσότερα πράγματα πρόσωπα ή καταστάσεις αποκαλύπτεται πως συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο κοινό στοιχείο / που παρουσιάζει ομοιότητα ή που είναι ανάλογος με κάτι άλλο / ο χαρακτηριζόμενος από πλήρη επάρκεια θέματος / που το μέγεθος ή η αξία του προσδιορίζεται σε σύγκριση με κάτι άλλο / που δεν είναι πολύ επαρκής συγκρινόμενος με κάτι δεδομένο
- αντίθετο: άσχετος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’