Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άσχετος
- απόδοση: που συγκρινόμενα δύο ή περισσότερα πράγματα πρόσωπα ή καταστάσεις αποκαλύπτεται πως δεν συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο κοινό στοιχείο / ο χαρακτηριζόμενος από πλήρη άγνοια θέματος
- αντίθετο: σχετικός
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’