Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άρτιος
- απόδοση: ο πλήρης / που δεν παρουσιάζει έλλειψη στοιχείων / η κάλυψη νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’