Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεολογισμός
- απόδοση: το αποτέλεσμα νεολογίας / λέξη που πλάσθηκε προσφάτως ως σύνθεση παλαιών στοιχείων ή ως αφομοίωση δάνειας λέξης
- συγγενές: νεολογία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η λέξη που χρησιμοποίησε είναι προϊόν νεολογισμού