Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λεξιπενία
- απόδοση: το αποτέλεσμα του περιορισμένου λεξιλογίου που χρησιμοποιεί άτομο ή κοινωνική ομάδα κατά την επικοινωνία μέσω του γραπτού ή προφορικού λόγου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το παρόν βοήθημα φιλοδοξεί τον περιορισμό της λεξιπενίας των καιρών