Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λεξιλόγιο
- απόδοση: οι εν χρήσει ή εν υπνώσει λέξεις που εξυπηρετούν λαλούμενη ή ιστορική γλώσσα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άριστος γνώστης του αραβικού λεξιλογίου
διατυπώνει τις σκέψεις του με διευρυμένο λεξιλόγιο
χρησιμοποιεί πλουσιότατο λεξιλόγιο επί της μητρικής γλώσσης & επί των ξένων που κατέχει