Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επισκεπτήριο - 1
- απόδοση: επιτρεπόμενο χρονικό διάστημα επισκέψεως σε χώρο όπου ισχύει απαγόρευση εισόδου / μικρό έντυπο υπό μορφή κάρτας επί του οποίου αναφέρονται τα κυριότερα πληροφοριακά στοιχεία του φέροντος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’