Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λήπτης
- απόδοση: που δέχεται που λαμβάνει κάτι / αυτός που δέχεται αίμα προς μετάγγιση όργανο προς μεταμόσχευση ή σπέρμα προς τεχνητή γονιμοποίηση
- συγγενές: λήπτρια
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’