Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποστροφή - 2
- απόδοση: ρητορικό σχήμα δια του οποίου ομιλητής διακόπτει την ομιλία του απευθυνόμενος σε πρόσωπο που παρίσταται ή όχι το εν ζωή ή όχι
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’