Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποστρατεία
- απόδοση: απομάκρυνση αξιωματικού από την ενεργό υπηρεσία & συνταξιοδότησή του / η κατάσταση αυτού που αποστρατεύθηκε / για άτομο που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στη ζωή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’