Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμβολή
- απόδοση: η ενέργεια του συμβάλλω / η δια ηθικής πνευματικής ή υλικής συμμετοχής σε επίτευξη κοινού σκοπού / το αποτέλεσμα της συμμετοχής σε συλλογική εργασία / το σημείο συνάντησης των στοιχείων που διατρέχουν μία επιφάνεια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το νοσοκομείο της αεροπορίας βρισκόταν στην συμβολή των οδών Κυψέλης & Κεφαλληνίας