Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνδρομή
- απόδοση: η παρεχόμενη ηθική ή υλική βοήθεια σε άτομο ή ομάδα / χρηματικό ποσό καταβαλλόμενο σε τακτά χρονικά διαστήματα προς ενίσχυση του έργου ενοριακού ναού οργανισμού ή συλλόγου / προκαταβαλλόμενο ποσό για την αποστολή εντύπου ημερήσιας ή περιοδικής κυκλοφορίας / συρροή παραγόντων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’