Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνδρομητικός
- απόδοση: που προσφέρει συνδρομή κάποιας μορφής / που προσφέρεται έναντι συνδρομής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’