Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συνεισφορά - 1
- απόδοση: η ηθική ή οικονομική βοήθεια η μη υποχρεωτικού χαρακτήρα / οικονομική εισφορά για την δημιουργία εταιρικού κεφαλαίου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’