Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διωγμός
- απόδοση: ενέργεια κυρίως κρατικής οντότητας αποβλέπουσα στην ηθική ή φυσική εξόντωση ατόμου ή συνόλου / κακή ή άνιση μεταχείριση με σκοπό τον παραγκωνισμό ατόμου ή ομάδος / κατατρεγμός / δίωξη
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’