Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γράμμα
- απόδοση: σύμβολο χρησιμοποιούμενο από μόνο του ή συνδυαζόμενο με άλλα προκειμένου να σχηματισθεί φθόγγος ή ομάδα φθόγγων / τα 24 γράμματα του Ελληνικού Αλφαβήτου
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί πιστά το λ του νόμου
αναφέρεται σε νεκρό λ της Αλφαβήτου
αναφέρεται στα ψιλά γράμματα
άνθρωπος των γραμμάτων & των τεχνών
άνοιξε από περιέργεια ένα ξένο λ
απέδιδε θαυμάσια τα καλλιγραφικά γράμματα
αποστολέας > παραλήπτης γράμματος
έλαβε ανώνυμο λ στο οποίο σχολιάζεται ηθικώς η γυναίκα του
επείγον > συστημένο λ
ερμήνευσε τον Αριστοτέλη κατά λ
λαμβάνει απειλητικά γράμματα με εκβιαστικό περιεχόμενο
στο βιβλίο χρησιμοποιήθηκαν ευμεγέθη τυπογραφικά γράμματα
το διακινδυνεύεις ; κορόνα ή γράμματα ;
το εξώφυλλο του βιβλίο κοσμείται με χρυσά γράμματα