Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λιποτάκτης
- απόδοση: ο έχων στρατιωτική ιδιότητα που εγκαταλείπει τις τάξεις του στρατού / αυτός που εγκαταλείπει τους συναγωνιστές του
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’