Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συλλέκτης - 2
- απόδοση: όργανο συσκευή ή δοχείο όπου συλλέγεται κάτι
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προμηθεύθηκε από φαρμακείο ένα συλλέκτη ούρων Ελληνικής προελεύσεως