Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συλλέκτης - 1
- απόδοση: ο ασχολούμενος με την συλλογή αντικειμένων κυρίως καλλιτεχνικής ή επιστημονικής φύσεως προσιτής έως ανυπολόγιστης αξίας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’