Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάλυση
- απόδοση: η ενέργεια του διαλύω / διασκόρπιση / αποδιοργάνωση / διακοπή ύπαρξης ή λειτουργίας / χωρισμός συνόλου στα επί μέρους τμήματα που το αποτελούν / διασπορά ουσίας εντός άλλης με αποτέλεσμα την δημιουργία μίγματος / καταστροφή / αποσάθρωση / εξαφάνιση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποφασίσθηκε η σύνταξη ισολογισμού διαλύσεως της εν λόγω εμπορικής επιχείρησης
βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης