Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αυτοσυγκράτηση
- απόδοση: το να συγκρατεί να ελέγχει & να περιορίζει κάποιος τις συναισθηματικές εκδηλώσεις
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’