Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σφαγιαστής
- απόδοση: αυτός που σφαγιάζει / που θανατώνει ανυπεράσπιστα πλάσματα / που καταπατεί δικαιώματα ατόμου ή συνόλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’