Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανορθόγραφος
- απόδοση: ο έχων χαλαρό ορθογραφικό κριτήριο ή άγνοια / που υποπίπτει σε πλήθος ορθογραφικών λαθών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ουδέποτε ακολουθεί ορθή χρήση των γραμματικών κανόνων φέρεται δε ως αθεράπευτα ανορθόγραφη