Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σφαγείο
- απόδοση: εγκατάσταση όπου σφάζονται ζώα προοριζόμενα για την διατροφή ανθρώπων / κατάστημα με πολύ υψηλές τιμές / κέντρο διασκεδάσεως ιδιαίτερα ακριβό / αναφερόμενοι σε εξετάσεις με μεγάλο αριθμό απορριφθέντων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’