Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σφάγιο
- απόδοση: ζώο που το έχουν σφάξει ή που πρόκειται να το σφάξουν / ζώο προοριζόμενο προς θυσία κατά την αρχαιότητα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’