Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αντισυστημικός
- απόδοση: ο μη συμπορευόμενος με την κοινωνική ομάδα την επιβάλλουσα εξουσιαστικό σύστημα στο κοινωνικό σύνολο & αρνούμενος την αποδοχή κανόνων & μεθοδεύσεων αυτής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από τις πλέον ελεύθερες φωνές της δημοσιογραφίας με αντισυστημική συνείδηση