Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συστημικός
- απόδοση: ο συμπορευόμενος με την κοινωνική ομάδα την επιβάλλουσα εξουσιαστικό σύστημα στο κοινωνικό σύνολο & αποδεχόμενος πλήρως τους κανόνες & τις μεθοδεύσεις αυτής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατ΄ ουσίαν ενεργεί στον δημοσιογραφικό χώρο ως συστημικό όργανο