Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συστολή
- απόδοση: η ενέργεια του συστέλλω / η μείωση όγκου ενός σώματος όταν μειώνεται η θερμοκρασία αυτού / περιορισμός διαστάσεων σωματικού οργάνου υπό την επίδραση ερεθίσματος / βράχυνση στην αρχαιοελληνική γραμματική
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’